- μεταβλητός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να μεταβληθεί, ν' αλλάξει: Ο καιρός στη διάρκεια της αυριανής μέρας θα είναι μεταβλητός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταβλητός — subject to change masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητός — ή, ό (Α μεταβλητός, ή, όν) [μεταβάλλω] αυτός που υπόκειται σε μεταβολή ή που μπορεί να μεταβληθεί νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η μεταβλητή μαθημ. μια ποσότητα η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη… … Dictionary of Greek
μεταβλητός αστέρας — (Αστρον.). Αστέρας, η λαμπρότητα του οποίου μεταβάλλεται με τον χρόνο (έως σήμερα έχουν καταμετρηθεί περίπου 30.000 τέτοιοι αστέρες). Η μεταβολή αυτή είναι εφικτό να φανεί στην καμπύλη φωτός του αστέρα και μπορεί να είναι ομαλή –με περίοδο που… … Dictionary of Greek
μεταβλητά — μεταβλητός subject to change neut nom/voc/acc pl μεταβλητά̱ , μεταβλητός subject to change fem nom/voc/acc dual μεταβλητά̱ , μεταβλητός subject to change fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητῶν — μεταβλητός subject to change fem gen pl μεταβλητός subject to change masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητόν — μεταβλητός subject to change masc acc sg μεταβλητός subject to change neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητοῖς — μεταβλητός subject to change masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητοί — μεταβλητός subject to change masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητοῦ — μεταβλητός subject to change masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητῆς — μεταβλητός subject to change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)